Από τα Χριστούγεννα μέχρι το Πάσχα.
Διάσπαρτα μέσα στο έτος, βρίσκονται γιορτές, νηστείες και έθιμα που έχουν την ρίζα τους στην αρχαιότητα. Άλλαξαν όμως και προσαρμόστηκαν με τη χριστιανική θρησκεία. Τα έθιμα βασίζονται σε θρησκευτικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ιδέες κληρονομημένες από την αρχαιότητα, βαθιά ριζωμένες στο πνεύμα του λαϊκού ανθρώπου.
Επειδή ο ορθόδοξος χριστιανικός κόσμος μετρούσε τις μέρες του χρόνου με το δικό του ημερολόγιο που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν έγινε αλλαγή για να προσαρμοστούμε με το Παπικό Γρηγοριανό ημερολόγιο, ο απλός λαός αναφερόταν στις γιορτές και τις ημερομηνίες με τη φράση αλά Γρέκα ή με τη φράση αλά Φράγκα, δηλαδή με το ελληνικό ημερολόγιο ή με το Φράγκικο ημερολόγιο.
Στις 25 του Δεκέμβρη με τη γιορτή των Χριστουγέννων, ξεκινά το Δωδεκαήμερο και τελειώνει με τη γιορτή των Θεοφανείων. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνεια, συνδέονται στενά, γιατί κάθε μία από αυτές, ήταν κάποτε η αρχή του νέου χρόνου.
Το Δεκέμβρη, λίγο μετά την αλλαγή του ηλιοτροπίου, καθώς αρχίζει να μεγαλώνει η μέρα και ξαναγεννιέται πάλι η φύση, γιορτάζονταν στην αρχαιότητα τα γενέθλια του ήλιου. Για να ξεχαστεί η αρχαία γιορτή, τοποθετήθηκε ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 του μήνα, ενώ παλιά γιορτάζονταν στις 6 του Γενάρη.
Τα τζάκια άναβαν συνέχεια για μα μην μπορούν να κατεβούν από εκεί οι Καλικάτζαροι που ερχόταν από τον κάτω κόσμο για να μπουν στα σπίτια να φάνε γλυκά. Τα παιδιά ετοιμαζόταν για τα Κάλαντα με τύμπανα που έφτιαχναν από μεμβράνη ζώων και με σίδερα λυγισμένα που αργότερα τα είπαν τρίγωνα. Χωρίζονταν σε ομάδες, έφτιαχναν ένα καράβι από λεπτή λαμαρίνα, το στόλιζαν και εκεί έριχναν οι νοικοκύρηδες, σύκα, φρούτα και άλλα γλυκά. Τα Κάλαντα τα έλεγαν και στις τρείς γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνεια.
Μετά τα Χριστούγεννα ερχόταν η Πρωτοχρονιά. Την παραμονή έφτιαχναν λουκουμάδες. Την Πρωτοχρονιά κερνούσαν από ένα λουκουμά όλα τα ζώα στο στάβλο. Έφτιαχναν μια τηγανίτα για το κάθε μέλος της οικογένειας και μέσα σε κάποια είχαν κρύψει ένα φλουρί. Άλλοι έφτιαχναν μια μεγάλη τηγανόπιτα που μέσα είχε το φλουρί. Αργότερα άρχισαν να αγοράζουν την βασιλόπιτα.
Ένα ρόδι που είχαν φυλάξει μέσα σε σιτάρι, το σπορόρουδο, το έπαιρναν στην εκκλησιά να το ευλογήσουν και μετά το σπούσαν εμπρός στην πόρτα του σπιτιού, ευχόμενοι νά΄ναι οι σπόροι στα χωράφια τους πολλοί όσοι και στο ρόδι. Λέγοντας όμως σπόρους εννοούσαν τενεκέδες, δοχεία με σπόρο.
Την παραμονή των Θεοφανείων ήταν τα Φώτα και έκαμναν αγιασμό στα νερά όλα, στις πηγές και τα πηγάδια. Την ημέρα των Θεοφανείων ήταν τα Ολόφωτα και ο παπάς έκανε αγιασμό σε όλα τα σπίτια. Έτσι έφευγαν οι Καλικάτζαροι και γυρνούσαν στον κάτω κόσμο όπου ξεκινούσαν πάλι να κόψουν το δέντρο που στήριζε τη Γή. Αλλά μόλις θα πλησίαζαν να το κόψουν θα έφταναν πάλι οι γιορτές του Δωδεκαήμερου και μέχρι να ανεβούν να το γιορτάσουν το δέντρο επουλωνόταν.
Η ελληνική Αποκριά έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα. Αυτή η δημοφιλής παράδοση προέρχεται από τις τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων και τις Διονυσιακές γιορτές προς τιμήν του Διονύσου, θεού του κρασιού και της ευθυμίας. Οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε σατύρους ή φορούσαν μάσκες και ξεχύνονταν στους δρόμους και στις γειτονιές χορεύοντας πίνοντας και τραγουδώντας.
Η χριστιανική εκκλησία ποτέ δεν ενέκρινε τον τρόπο αυτής της γιορτής αναγκάσθηκε όμως να την υιοθετήσει, αφού ο κόσμος επέμενε στο να μην την ξεχάσει. Κάθε Κυριακή —εφτά Κυριακές διαρκούσαν οι Απόκριες— τα βράδια, άναβαν φωτιές σε δύο σημεία μέσα στο χωριό, κάθονταν γύρω και έλεγαν οι παραμυθάδες ιστορίες και παραμύθια. Την Τσικνοπέμπτη όλα τα νοικοκυριά, μαγείρευαν χοιρινό κρέας και σπασμένο σιτάρι, φτιάχνοντας βώλους όπως τους έλεγαν. Την Καθαρή Δευτέρα, όλοι οι άνδρες φορούσαν την νέα τους ποδιά. Τα κορίτσια ξεκινούσαν τον Δετό χορό της Αποκριάς μέσα από τα στενά του χωριού για να φτάσουν στην πλατεία. Άλλοι ντύνονταν με παλιά ρούχα και σατίριζαν.
Έμπαινε στο μεταξύ και ο Μάρτης και από την παραμονή, ήταν έθιμο, να φοράνε συνήθως στο χέρι, το μάρτη, άσπρη και κόκκινη κλωστή στριμμένες μαζί, να μην τους κάψει, να μην τους μαυρίσει δηλαδή ο ήλιος. Την πρώτη τ’Απρίλη, την πρωταπριλιά, λέγανε ψέματα και πειράζανε με αυτά τους άλλους, προκειμένου να προκαλέσουν το γέλιο.
Οι μέρες μέχρι το Πάσχα κυλούσαν με επίσκεψη κάθε βράδυ στην εκκλησία, όπου έψελναν πλήθος από μελωδίες εκκλησιαστικές με σημαντικότερες αυτές των Χαιρετισμών, της Μεγάλης εβδομάδας, με αποκορύφωμα, τα Εγκώμια του Επιταφίου που τα έψελναν χορωδίες από παιδιά του χωριού μας. Το Μεγάλο Σαββάτο κτυπούσαν τις πάγκες, τα καθίσματα της εκκλησίας, Το βράδυ ακολουθούσε η Ανάσταση που συνοδευόταν από τους ήχους των κροτίδων που έφτιαχναν μόνα τους τα παιδιά και την άλλη μέρα πήγαιναν στην εκκλησία στον Αντίλαμπρο με ό,τι καλύτερο ρούχο είχε να φορέσει ο καθένας.
Εκείνη τη μέρα, κτυπούσαν την καμπάνα όλη την μέρα και κάνανε συναγωνισμό, ποιός θα κτυπήσει περισσότερες φορές. Μετρούσαν λοιπόν τα κτυπήματα που έκανε ο καθένας μέχρι να κουραστεί και να πάρει άλλος τη θέση του. Τα κορίτσια πήγαιναν στα αλώνια, με τσουρέκι και αυγό για να το τσουγκρίσουν, όπου τραγουδούσαν και χόρευαν. Παρά την έλλειψη ξύλων, εκείνη τη μέρα άναβαν φωτιά μέσα στο χωριό, που σιγόκαιγε για σαράντα ημέρες. Όπως στις Απόκριες, μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά λέγοντας παραμύθια.
Συνήθως την Δευτέρα μετά το Πάσχα γιόρταζαν την χάρη του Αγίου Γεωργίου που λόγω του Πάσχα πολλές φορές έπρεπε να γιορταστεί τότε. Την άλλη μέρα, το Νιότριτο, έκαναν λιτανεία με τις εικόνες από τις χωριοεκκλησιές και τα ξωκκλήσια.